Ο Ζαχαρώδης Διαβήτης είναι ένα νόσημα της σύγχρονης ζωής. Η αιτιολογία εμφάνισης του Ζαχαρώδη Διαβήτη (ΖΔ), εξαρτάται από τον τύπο του Διαβήτη. Έτσι υπάρχει ο Ζαχαρώδης Διαβήτης τύπου 1, τύπου 2 και ο Ζαχαρώδης Διαβήτης Κύησης.
Στον Ζαχαρώδη Διαβήτη τύπου 1, η κύρια αιτία εμφάνισης είναι η καταστροφή των β – κυττάρων του παγκρέατος που συνήθως οδηγεί σε πλήρη έλλειψη ινσουλίνης.
Στον Ζαχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, η κύρια αιτία εμφάνισης είναι η προοδευτική μείωση της επαρκούς ανταπόκρισης του β – κυττάρου για την έκκριση της ινσουλίνης που απαιτείται για την αντιμετώπιση των μεταβολικών αναγκών και προέρχεται από την ύπαρξη παχυσαρκίας και σπλαχνικού τύπου λίπους, την καθιστική ζωή ή κάποιο μεταβολικό στρες.
Στον Ζαχαρώδη Διαβήτη Κύησης, βασικό αίτιο είναι, οι ορμόνες που παράγονται κατά το δεύτερο κυρίως μισό της εγκυμοσύνης και αυξάνουν την «αντίσταση» στην ινσουλίνη.
Τα κύρια συμπτώματα σε έναν διαβητικό είναι ό,τι διψά πολύ, πεινά πολύ, ακόμα κι όταν τρώει, νιώθει πολύ κουρασμένος (ακόμα κι όταν δεν έχει προηγηθεί σωματική κόπωση), χάνει βάρος (ακόμα κι όταν τρώει περισσότερο στο Διαβήτη τύπου 1), νιώθει μουδιασμένα τα χέρια (ή να πονούν) και μπορεί να παρουσιάζει διαταραχές στην όραση.
Αυτοί που πρέπει να προσέχουν περισσότερο και να ελέγχουν τις τιμές γλυκόζης τους είναι όσοι καλύπτουν έστω ένα από τα παρακάτω κριτήρια:
-
Να είναι ≥ 45 ετών.
-
Να είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, με περιφέρεια μέσης ≥102 cm (άνδρες) και ≥88 cm (γυναίκες) ή δείκτη μάζας σώματος ≥30 (ΔΜΣ = Β/Υ2 όπου Β = Βάρος σε κιλά και Υ = Ύψος σε μέτρα στο τετράγωνο).
-
Να έχουν οικογενειακό ιστορικό διαβήτη σε γονείς, αδέλφια, παιδιά.
-
Να έχουν ατομικό ιστορικό υπέρτασης ή καρδιοαγγειακής νόσου ή ιστορικό διαβήτη κύησης.
-
Να έχουν γεννήσει παιδιά με σωματικό βάρος >4 κιλά.
-
Να είναι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
-
Να παίρνουν φάρμακα που προδιαθέτουν σε αύξηση της γλυκόζης αίματος (π.χ. κορτικοστεροειδή).
Αρκετά είναι τα άτομα που ακόμη και σήμερα, πιστεύουν ότι για να υπάρχει η ρύθμιση του διαβήτη θα πρέπει να αποκλείσουν σχεδόν ολόκληρες ομάδες τροφίμων από τη διατροφή τους (π. χ. φρούτα) ή ακόμα να ακολουθήσουν μία στερητική δίαιτα.
Ωστόσο, είναι πλέον τεκμηριωμένο ό,τι η σχέση της διατροφής και του διαβήτη είναι αλληλένδετη, καθώς έχει φανεί ότι μία ισορροπημένη διατροφή, τόσο σε ποιότητα τροφίμων, όσο και στο κατάλληλο μέγεθος της μερίδας, μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη μακροχρόνιων επιπλοκών που σχετίζονται με το διαβήτη.
Στο πλαίσιο αυτό οι Υδατάνθρακες, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής ενός διαβητικού και θα πρέπει να κυμαίνονται σε ποσοστό 45 – 55% της συνολικής ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης. Είναι σημαντικό οι υδατάνθρακες να προέρχονται από σύνθετους υδατάνθρακες, όπως τα προϊόντα ολικής άλεσης, φρούτα, όσπρια, λαχανικά, καθώς επηρεάζουν σταδιακά το ζάχαρο στο αίμα.
Σχετικά με την πρόσληψη των πρωτεϊνών, οι συστάσεις για το διαβήτη συμβαδίζουν με αυτές για τον υγιή πληθυσμό, δηλαδή να αποτελούν 15 – 20% της συνολικής προσλαμβανόμενης ενέργειας. Είναι σημαντικό οι πρωτεΐνες να είναι υψηλής βιολογικής αξίας και με χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπος (π.χ. κοτόπουλο, ψάρι, μοσχάρι, αυγό ιδιαίτερα τα ασπράδια).
Τα λιπαρά (αν και είναι συστατικά των τροφίμων που δεν επηρεάζουν τις τιμές ζαχάρου), είναι καλό να καταναλώνονται στο πλαίσιο μίας ισορροπημένης διατροφής (20 – 35% της προσλαμβανόμενης ενέργειας). Αντικαταστήστε τα κορεσμένα και trans – λιπαρά, με τρόφιμα που είναι πλούσια σε «καλά» μονο - και πολυακόρεστα λιπαρά, καθώς συμβάλλουν θετικά στην υγεία.
Στους διαβητικούς συνήθως συστήνουν να μην τρώνε ζάχαρη, γλυκά ή επιδόρπια. Ωστόσο, δεν είναι η ποσότητα της ζάχαρης που καταναλώνετε αν έχετε ζάχαρο που έχει μεγαλύτερη σημασία, αλλά η συνολική πρόσληψη υδατανθράκων, σύμφωνα με την American Diabetes Association. Οι υδατάνθρακες δεν υπάρχουν μόνο στη ζάχαρη (λευκή ή καφέ), στο μέλι, στο σιρόπι σφενδάμου και αγαύης, αλλά βρίσκονται επίσης σε μεγάλες ποσότητες στα σιτηρά και τα αμυλούχα λαχανικά και φρούτα. Θα πρέπει να περιορίσετε την πρόσληψη υδατανθράκων σε 45 – 60 γραμμάρια ανά γεύμα για καλύτερο έλεγχο του ζαχάρου στο αίμα, σύμφωνα με την American Diabetes Association.
Το μέλι, όπως και όλα τα άλλα ζάχαρα, είναι μια συμπυκνωμένη πηγή υδατανθράκων. Μια κουταλιά της σούπας παρέχει 17,3 γραμμάρια υδατάνθρακες, ενώ ένα κουταλάκι του γλυκού έχει 5,8 γραμμάρια. Παρόλο που τα ποσά αυτά μπορεί να φαίνονται μικρά, μπορεί να αυξηθούν κατακόρυφα ανάλογα με την ποσότητα που θα χρησιμοποιήσετε κάθε φορά. Βεβαιωθείτε ότι κάθε γεύμα σας δεν παρέχει περισσότερα από τα επιτρεπόμενα 45 – 60 γραμμάρια υδατανθράκων. Εάν το μέλι μπορεί να χωρέσει σε αυτόν τον προϋπολογισμό των υδατανθράκων, ο έλεγχος του ζαχάρου στο αίμα σας δεν θα κινδυνεύσει.
Αν απολαμβάνετε τη γεύση του μελιού και θέλετε να προσθέσετε το γλυκό του άγγιγμα στη διατροφή σας, προσπαθήστε να καταναλώνετε πολύ μικρές ποσότητες. Για παράδειγμα, μπορείτε να προσθέσετε ½ κουταλάκι του γλυκού στο τσάι ή στο γιαούρτι σας. Αν και η ποσότητα αυτή είναι μικρή, οι γευστικοί σας κάλυκες θα προσαρμοστούν σε μια χαμηλότερη πρόσληψη ζάχαρης και θα μπορείτε να γεύεστε τη λεπτή του γεύση, διατηρώντας ταυτόχρονα τον διαβήτη σας υπό έλεγχο. Ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη του μελιού για άτομα με διαβήτη μπορεί να είναι η συμπυκνωμένη γεύση του. Αυτό σημαίνει ότι μπορείτε να προσθέσετε λιγότερη ποσότητα χωρίς να θυσιάσετε τη γεύση. Κάποιες κλινικές έρευνες έχουν δείξει ότι το αγνό μη επεξεργασμένο μέλι είναι μια πιο υγιεινή εναλλακτική, καθώς έχει χαμηλότερο Γλυκαιμικό Δείκτη και δεν αυξάνει τα επίπεδα ζαχάρου στο αίμα τόσο γρήγορα όσο η ζάχαρη. Επιπλέον, απαιτεί χαμηλότερα επίπεδα ινσουλίνης σε σύγκριση με την κοινή λευκή ζάχαρη για να μεταβολίσει.
Δημήτριος Τζιράρκας
Διατροφολόγος – Διαιτολόγος
Πίσω